Το
ελληνικό τόξο ξεκινώντας από
την Κεφαλονιά, διασχίζει το νότιο
Ιόνιο ανατολικά της Πελοποννήσου
και περνώντας νότια της Κρήτης
καταλήγει στη Ρόδο. Εδώ
τα Ρίχτερ χτυπoύν με μεγέθη που
φθάνουν ακόμη και τους 7,5 βαθμούς.
Είναι
το όριο επαφής και σύγκλισης
της αφρικανικής με την ευρασιατική
λιθοσφαιρική
πλάκα, που η πρώτη βυθίζεται με
ταχύτητα περίπου 4,5 εκατοστών τον
χρόνο κάτω από τη δεύτερη, και
είναι αυτή η τιτάνια «μάχη» των
πλακών στο Νότιο Αιγαίο η κύρια
αιτία εκδήλωσης των περισσότερων
σεισμών στην Ελλάδα.
Η
μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα
παρουσιάζεται στο δυτικό τμήμα του
Ελληνικού Τόξου, όπου και
σημειώθηκαν οι πρόσφατες ισχυρές
δονήσεις στον θαλάσσιο χώρο νοτίως
της Καλαμάτας και μεταξύ Λευκάδας -
Πρέβεζας. Στο δυτικότερο άκρο του
Ελληνικού Τόξου, εντοπίζεται και
το σεισμικό «τρίγωνο του διαβόλου»,
ένας χώρος με ιδιαίτερα τεκτονικά
χαρακτηριστικά που τον
κατατάσσουν στην πρώτη θέση της
λίστας των περιοχών υψηλότερης
σεισμικότητας στο Αιγαίο και στην
Ευρώπη.
Κατά μήκος των ακτών της Δυτικής
Ελλάδας από την Κέρκυρα ως τη
Δυτική Κρήτη, η σεισμική
δραστηριότητα μπορεί να διακριθεί
γενικά σε τρεις περιοχές.
Η
πρώτη περιοχή βρίσκεται βορείως
της Λευκάδας και η σεισμική
δραστηριότητα εκεί οφείλεται σε
συμπιεστικές δυνάμεις περίπου
ανατολικής - δυτικής διεύθυνσης (κάθετες
στη διεύθυνση των ακτών της
Δυτικής Ελλάδας).
Η
δεύτερη περιοχή βρίσκεται
νοτίως της Κεφαλονιάς και αποτελεί
το δυτικό τμήμα του Ελληνικού
Τόξου. Η σεισμική δραστηριότητα
εκεί οφείλεται στη σύγκλιση μεταξύ
της αφρικανικής πλάκας και του
Αιγαίου και της κατάδυσης της
πρώτης κάτω από τη δεύτερη.
Αποτέλεσμα της κατάδυσης αυτής
είναι και η εκδήλωση σεισμικής
δραστηριότητας ενδιαμέσου βάθους (εστιακά
βάθη σεισμών μεγαλύτερα των 60
χιλιομέτρων) κάτω από την
Πελοπόννησο και ανατολικά αυτής
περίπου ως τον χώρο των Κυκλάδων.
Η
τρίτη περιοχή βρίσκεται μεταξύ
των δύο προηγούμενων, στον
ευρύτερο χώρο της Κεφαλονιάς, από
τη Ζάκυνθο ως τη Λευκάδα. Η
σεισμική δραστηριότητα εδώ
εκδηλώνεται κυρίως κατά μήκος ενός
ρήγματος, το οποίο έχει διεύθυνση
βορειοανατολική - νοτιοδυτική. Με
άλλα λόγια, η σεισμική
δραστηριότητα στον χώρο αυτό
εκδηλώνεται επειδή έχουμε μια
οριζόντια κίνηση του χώρου νοτίως
του ρήγματος προς τα νοτιοδυτικά (προς
τη Μεσόγειο) και του χώρου βορείως
του ρήγματος προς τα
βορειοανατολικά (προς την Πίνδο). Η
συνολική σχετική κίνηση κοντά στο
ρήγμα αυτό είναι της τάξεως των 25
χιλιοστών ανά έτος.
Χαρακτηριστικό
της σεισμικής δραστηριότητας στη
Δυτική Ελλάδα που οφείλεται στις
τεκτονικές ιδιότητες της περιοχής,
είναι ο μεγάλος αριθμός μικρών
και ενδιαμέσου μεγέθους σεισμών
αλλά και η μεγαλύτερη συχνότητα
γένεσης ισχυρών, καταστρεπτικών
σεισμών. Έτσι παρά το γεγονός ότι
στον χώρο αυτό τα μεγέθη των
μεγαλύτερων σεισμών είναι λίγο
μικρότερα από ό,τι σε άλλες
περιοχές του ελληνικού χώρου, ο
σεισμικός κίνδυνος είναι σαφώς
μεγαλύτερος εξαιτίας της
συχνότητας γένεσης σεισμών ικανών
να προκαλέσουν καταστροφές.Μετά
τη γένεση του ισχυρού σεισμού στην
Τουρκία είναι γεγονός ότι
επηρεάστηκε η σεισμικότητα όλου
του ελληνικού χώρου. Σε διάφορες
περιοχές μάλιστα,
συμπεριλαμβανομένης και της
Δυτικής Ελλάδας, εκδηλώθηκε
σεισμική δραστηριότητα αμέσως
μετά την άφιξη των σεισμικών
κυμάτων από την Τουρκία.
Τέτοιες
μεταβολές έχουν παρατηρηθεί
αρκετές στο παρελθόν με βάση τόσο
τις ενόργανες μετρήσεις όσο και τα
ιστορικά δεδομένα. Έχει επίσης
παρατηρηθεί ότι η σεισμική
δραστηριότητα δεν εκδηλώνεται
χρονικά πάντα με τον ίδιο τρόπο,
αλλά διακρίνονται περίοδοι ύφεσης
και έξαρσής της. Οι παρατηρήσεις
αυτές αλλά και τα συμπεράσματα
μελετών που αφορούν στη
μεσοπρόθεσμη πρόγνωση σεισμών με
τη χρήση σύγχρονων μεθοδολογιών
μπορούν να δώσουν σημαντικά
στοιχεία και να συμβάλουν
αποτελεσματικά στη μείωση του
σεισμικού κινδύνου.
Η
μεγάλη σεισμικότητα της Ελλάδας (η
χώρα μας κατέχει την έκτη θέση στην
παγκόσμια κατάταξη και την πρώτη
στην Ευρώπη) οφείλεται στα
ιδιαίτερα γεωλογικά
χαρακτηριστικά της, τα οποία έχουν
διαμορφωθεί από τις κινήσεις των
τεκτονικών πλακών στην περιοχή της
Ανατολικής Μεσογείου.
Η
Τουρκία κινείται δυτικά προς το
Αιγαίο με ταχύτητα 25 χιλιοστά τον
χρόνο κατά μήκος του ρήγματος
της Βόρειας Ανατολίας. Το Αιγαίο
ακολουθεί την κίνηση αυτή και
κινείται με την ίδια ταχύτητα σε
σχέση με την Ευρώπη κατά μήκος της
τάφρου του Βορείου Αιγαίου προς τα
δυτικά. Ταυτόχρονα όμως το Αιγαίο,
λόγω εσωτερικής παραμόρφωσης,
επεκτείνεται προς τα νότια (με μια
ταχύτητα η οποία φθάνει περίπου τα
10 χιλιοστά ανά έτος). Με τον τρόπο
αυτό, ο ρυθμός ολίσθησης στο νότιο
τμήμα του φθάνει ως τα 35 χιλιοστά
το έτος, περίπου, με διεύθυνση
βορειοανατολικά - νοτιοδυτικά.
Επειδή και η Αφρική κινείται προς
τα βόρεια (με ταχύτητα 10 χιλιοστά
ανά έτος), ο ρυθμός σύγκλισης
μεταξύ της αφρικανικής
λιθοσφαιρικής πλάκας με εκείνης
του Αιγαίου είναι της τάξεως των 45
χιλιοστών το έτος, με αποτέλεσμα τη
διαρκή επέκταση του Αιγαίου.
Επιπλέον
δυτικά του ελληνικού χώρου (στην
περιοχή βόρεια της Κεφαλονιάς), η
Απουλία μικροπλάκα (Βόρειο Ιόνιο -
Αδριατική) εκτελεί μια
αριστερόστροφη κίνηση και το
ανατολικό της όριο συγκρούεται με
την Πίνδο.
Όλες
αυτές οι παραπάνω κινήσεις των
λιθοσφαιρικών πλακών που σε
γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να
πούμε ότι αποτελούν και την κύρια
αιτία της σεισμικής
δραστηριότητας που εκδηλώνεται
στον ελληνικό χώρο «συναντώνται»
στην περιοχή της Κεφαλονιάς,
γεγονός που έχει αποτέλεσμα στον
χώρο αυτό να παρουσιάζεται και η
μεγαλύτερη σεισμικότητα της
ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου,
ολόκληρης της Ελλάδας και κατ'
επέκταση της Ευρώπης.